- γενεαλόγημα
- γενεαλόγημαpedigreeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενεαλόγημα — γενεαλόνημα, το (Μ) [γενεαλογώ] γενεαλογικό δένδρο, γενεαλογία … Dictionary of Greek